Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιμαρεύω — Ν [τιμάρι] 1. περιποιούμαι άλογο, τό ξυστρίζω 2. φυλάγω, αποθηκεύω κάτι … Dictionary of Greek
τιμάρευμα — και τιμάρεμα, το, Ν [τιμαρεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιμαρεύω … Dictionary of Greek